- κούρῳ
- κόρος 2boymasc dat sg (epic ionic)κοῦροςboymasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κουρώ — 1. καθαρίζω, παστρεύω 2. (για τον ελαιόκαρπο) καθαρίζω τις ελιές από τα κλαδιά, τα φύλλα και το χώμα κυλώντας τις σε επίπεδη επιφάνεια ή σε ειδικό σανίδωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. curo «φροντίζω, επιμελούμαι»] … Dictionary of Greek
κούρω — κόρος 2 boy masc nom/voc/acc dual (epic ionic) κόρος 2 boy masc gen sg (epic doric ionic aeolic) κοῦρος boy masc nom/voc/acc dual κοῦρος boy masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούρωι — κούρῳ , κόρος 2 boy masc dat sg (epic ionic) κούρῳ , κοῦρος boy masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούρημα — το [κουρώ (Ι)] το καθάρισμα τών καρπών τής ελιάς από τα φύλλα και τα κοτσάνια, που επιτυγχάνεται με κύλισμα τών καρπών πάνω σε επικλινές σανίδωμα … Dictionary of Greek